σπαθᾷ

σπαθᾷ
σπαθάω
strike the woof with the
pres subj mp 2nd sg
σπαθάω
strike the woof with the
pres ind mp 2nd sg (epic)
σπαθάω
strike the woof with the
pres subj act 3rd sg
σπαθάω
strike the woof with the
pres ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σπάθα — η, Ν 1. μεγάλο σπαθί 2. εργαλείο τού υφαντικού ιστού, εξάρτημα τού αργαλειού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθί + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. μαχαίρι: μαχαίρα)] …   Dictionary of Greek

  • σπάθα — η μεγάλο σπαθί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σπάδα ή Σπάθα — Ακρωτήρι της Κρήτης, το βορειότερο σημείο του νησιού, στη δυτική ακτή, ανάμεσα στους κόλπους του Κισσάμου και των Χανίων …   Dictionary of Greek

  • σπάθας — σπάθᾱς , σπάθη any broad blade fem acc pl σπάθᾱς , σπάθη any broad blade fem gen sg (doric aeolic) σπάθᾱς , σπαθάω strike the woof with the imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρομφαία — η / ῥομφαία, ΝΜΑ 1. σπαθί, ξίφος (α. «απάνου εις την ρομφαία βάνει το χέρι», Σολωμ. β. «καὶ ἔδραμε Δαυΐδ... καὶ ἔλαβε τὴν ῥομφαίαν αὐτοῡ καὶ ἐθανάτωσεν αὐτόν», ΠΔ) 2. η πύρινη σπάθα τών αρχαγγέλλων (α. «και άγγελος τους οδηγεί... τού λάμπει /… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… …   Dictionary of Greek

  • Types of swords — This is a list of Types of swords found through history all around the world.word types sorted by geographic originAfrica*Flyssa *Kaskara *Nimcha *Shotel *Takoba *IdaAmericas*Macana *MacuahuitlAsia*Aikuchi (合口, 匕首) *Aruval *Barong *Bolo / Itak… …   Wikipedia

  • Spatha — Roman era reenactor holding a Deepeeka Late Roman Spatha The spatha was a type of straight sword, measuring between 0.75 and 1 m (30 and 39 in),[dubious – discuss …   Wikipedia

  • Diminutivaffix — Ein Diminutivaffix ist eine dem Wortstamm zugesetzte Vor oder Nachsilbe (Affix) die der grammatischen Verkleinerung (Diminutiv) dient. Solche Silben sind als Präfixe und Suffixe der Wortbildung zu betrachten. Die Affigierung ist nur eine von… …   Deutsch Wikipedia

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”